ἐρυθρός

ἐρυθρός

ἐρυθρός (ἐρεύϑω), roth, dunkelroth, οἶνος, νέκταρ, χαλκός, Od. 5, 93. 165 Il. 9, 365 u. öfter; οἶνος Archil. 49; vom Blute, ἐρυϑρὸς ἐκ μελέων πέλανος Aesch. Eum. 265; πόντος, rothes Meer, s. nom. nr.; von der Farbe des Mennig, Her. 3, 57; Scharlach, κόκκου ἐρυϑρότερος Drom. com. bei Ath. VI, 240 d, wie Xen. Oec. 10, 2; bei Plat. Tim. 83 b schreibt Bekker ἐρυϑρώτερον, wie Epinom. 987 c ἐρυϑρώτατον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐρυθρός — red masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔρυθρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν …   Dictionary of Greek

  • ερυθρός — ή, ό 1. αυτός που έχει κόκκινο χρώμα, αλλ. κόκκινος. 2. το ουδ. ως ουσ., ερυθρό το κόκκινο χρώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερυθρός γίγαντας — (Αστρον.). Γίγαντας αστέρας με επιφανειακή θερμοκρασία 2000 3000°Κ και διάμετρο 10 100 φορές μεγαλύτερη από τον Ήλιο. Οι ε.γ. πιστεύεται ότι αντιπροσωπεύουν τις τελευταίες φάσεις της εξέλιξης ενός φυσιολογικού αστέρα, όταν πια έχει καταναλωθεί το …   Dictionary of Greek

  • Ερυθρός ποταμός — Ποταμός (1.200 χλμ.) της Κίνας, που πηγάζει από τα βουνά Γιουνάν (σε υψόμετρο 2.170 μ.). Ο ποταμός, που ονομάζεται από τους Κινέζους Σονγκ Κόι, διασχίζει το βόρειο Βιετνάμ και εκβάλλει στον κόλπο του Toνκίν, σχηματίζοντας μεγάλο δέλτα. Βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • Ερυθρός Σταυρός — Διεθνής οργανισμός που ιδρύθηκε με σκοπό τη βοήθεια των θυμάτων πόλεμου. Ο Ε.Σ. ιδρύθηκε το 1864 από τον Ελβετό Ερρίκο Ντινάν, μετά την απογοήτευση που αισθάνθηκε από την εγκατάλειψη των τραυματιών στη μάχη του Σολφερίνο (24 Ιουνίου 1859). Ο… …   Dictionary of Greek

  • Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός — Συγκρότημα φιλανθρωπικών οργανώσεων που αποβλέπουν στην προσφορά βοήθειας στα θύματα του πολέμου, των φυσικών καταστροφών και των κοινωνικών αναστατώσεων. Περιλαμβάνει δυο χωριστές οργανώσεις: τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και την Ένωση… …   Dictionary of Greek

  • Διεθνής Ερυθρός Σταυρός — Ένωση φιλανθρωπικών οργανώσεων με κεντρική έδρα τη Γενεύη. Βλ. λ. Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός …   Dictionary of Greek

  • Έρικ ο Ερυθρός — (940 – 1010 μ.Χ.). Νορβηγός θαλασσοπόρος. Έφυγε γύρω στο 950 μ.Χ. με τον πατέρα του από τη Νορβηγία και εγκαταστάθηκε στην Ισλανδία. Λόγω βεντέτας, αποφασίστηκε η εξορία του· απέπλευσε το 985 από την Ισλανδία και έφτασε στις δυτικές ακτές της… …   Dictionary of Greek

  • ἐρυθρά — ἐρυθρός red neut nom/voc/acc pl ἐρυθρά̱ , ἐρυθρός red fem nom/voc/acc dual ἐρυθρά̱ , ἐρυθρός red fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”