ἐρυμάτιον, τό, dim. zum Vor., Luc. D. Mer. 9, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερυμάτιον — ἐρυμάτιον, τὸ (Α) [έρυμα] μικρό οχύρωμα (γρήγορα και πρόχειρα κατασκευασμένο, με μικρή χωρητικότητα) … Dictionary of Greek
ἐρυμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)