ἐρυσῑβη

ἐρυσῑβη

ἐρυσῑβη, , der Mehlthau, robigo, am Korn, Plat. Rep. X, 609 a; auch im plur., Conv. 188 b; Xen. Oec. 5, 18; Arist. H. A. 5, 22; Τριφυλία καὶ ἐρυσίβην γεννᾷ Strab. 8, 3, 15; [die Quantität bestätigt Orph. Lith. 594]; rhodisch ἐρυϑίβη. S. ἐρυϑίβιος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ερυσίβη — και ερυσίφη, η (AM ἐρυσίβη) μύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει ιδιαίτερα το σιτάρι και το κριθάρι («αὐχμοὶ καὶ ἐρυσίβη», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη τού τύπου αλεξί κακος, βροντησι κέραυνος, τερψί μβροτος και εμφανίζει ως… …   Dictionary of Greek

  • ἐρυσίβη — ἐρυσί̱βη , ἐρυσίβη rust fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐρυσιβάω suffer from rust pres imperat act 2nd sg (doric) ἐρυσιβάω suffer from rust pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἐρυσιβάω suffer from rust imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυσίβῃ — ἐρυσί̱βῃ , ἐρυσίβη rust fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυσῖβαι — ἐρυσίβη rust fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερυσιβώ — (I) ἐρυσιβῶ, άω (AM) [ερυσίβη] πάσχω από ερυσίβη («τῶν δ’ ὀσπρίων μάλιστα ἐρυσιβᾷ κύαμος», Θεόφρ.). (II) ἐρυσιβῶ, όω (AM) [ερυσίβη] 1. προσβάλλω φυτό με ερυσίβη («ὅπως μὴ ἐπικαθήμενον ὕδωρ ἐπιλαβών ὁ ἤλιος ἐρυσιβώση», Θεόφρ.) 2. μέσ. ἐρυσιβοῡμαι… …   Dictionary of Greek

  • ερυσίβιος — ἐρυσίβιος, ὁ (Α) [ερυσίβη] (επίθ. τού Απόλλωνος στη Ρόδο) αυτός που προστατεύει τους καρπούς τών αγρών από την ερυσίβη …   Dictionary of Greek

  • ερυσίφη — η βοτ. βλ. ερυσίβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ερυσίβη] …   Dictionary of Greek

  • ερυσιβικός — ή, ό [ερυσίβη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ερυσίβη …   Dictionary of Greek

  • ερυσιβώδης — ες (AM ἐρυσιβώδης, ες) [ερυσίβη] 1. αυτός που πάσχει από ερυσίβη («ερυσιβώδη άνθη») 2. φρ. «ερυσιβώδης όλυρα» για σκληρώτια τού μήκυτα laviceps purpurea …   Dictionary of Greek

  • ἐρυσίβας — ἐρυσί̱βᾱς , ἐρυσίβη rust fem acc pl ἐρυσί̱βᾱς , ἐρυσίβη rust fem gen sg (doric aeolic) ἐρυσίβᾱς , ἐρυσιβάω suffer from rust imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ржа — ж., народн. аржа, иржа (см. Шахматов, Очерк 233 и след.), укр. ржа, iржа, блр. iржа, ст. слав. ръжда ἰός (Супр.), болг. ръжда (Младенов 565), сербохорв. р̀ђа, словен. rjà, rǝjà, чеш. rez, др. чеш. rzě, слвц. hrdza, польск. rdza, в. луж. zerz,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”