ἐρυσί-χαιος

ἐρυσί-χαιος

ἐρυσί-χαιος, den Hirtenstab führend, Alcm. frg. 11; vgl. Arcad. p. 43; Schol. Ap. Rh. 4, 972; wenn es nicht ein Volksname ist, Ἐρυσιχαῖος. S. nom. pr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ερυσίχαιος — ἐρυσίχαιος, ον (Α) 1. αυτός που κρατά ποιμενική ράβδο, ο βοσκός 2. κάτοικος τής πόλης Ερυσίχης στην Ακαρνανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερυσι < ερύω (II) (πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.) + χαίος «ποιμενική ράβδος», με τη σημ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”