- ἐρυστός
ἐρυστός, gezogen, adj. verb. zu ἐρύω, κολεῶν ἐρυστὰ ξίφη Soph. Ai. 717.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρυστός, gezogen, adj. verb. zu ἐρύω, κολεῶν ἐρυστὰ ξίφη Soph. Ai. 717.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερυστός — ἐρυστός, ή, όν (Α) [ερύω (I)] ο τραβηγμένος από τη θήκη («κολεῶν ἐρυστά ξίφη» γυμνά ξίφη, Σοφ.) … Dictionary of Greek
ἐρυστά — ἐρυστός drawn neut nom/voc/acc pl ἐρυστά̱ , ἐρυστός drawn fem nom/voc/acc dual ἐρυστά̱ , ἐρυστός drawn fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυστόν — ἐρυστός drawn masc acc sg ἐρυστός drawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)