- ἐπ-ῴδιον
ἐπ-ῴδιον, τό, dim. von ἐπῳδός, Hesych. v. ἐπιῤῥήματα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ῴδιον, τό, dim. von ἐπῳδός, Hesych. v. ἐπιῤῥήματα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετραώδιο — και τετράωδο, το / τετραῴδιον και τετράῳδον, ΝΜ (στην εκκλησιαστική υμνολογία) κανόνας που αποτελείται από τέσσερεις ωδές και ψάλλεται συνήθως τα Σάββατα, ιδίως τής Σαρακοστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ῴδιον (< ῳδός < ῳδή), πρβλ. τρι… … Dictionary of Greek
τριώδιο — Εκκλησιαστικό λειτουργικό βιβλίο, που περιέχει τις ακολουθίες των λειτουργιών από την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου έως το Μεγάλο Σάββατο. Ονομάστηκε έτσι, επειδή στις καθημερινές ακολουθίες του όρθρου, ο κανόνας αυτός, αντί των… … Dictionary of Greek