- ἐπ-ῑλαδόν
ἐπ-ῑλαδόν, = simpl., Dionys. Per. 763.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ῑλαδόν, = simpl., Dionys. Per. 763.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιλαδόν — ἰλαδόν και ἰληδόν (Α) επίρρ. 1. κατά ίλες, σε ίλες 2. άφθονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + κατάλ. τροπ. επιρρ. δον (πρβλ. αναφαν δόν, πρηνη δόν). Ο τ. ἰλαδόν ήταν πιο εύχρηστος για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
ἰλαδόν — ἰ̱λαδόν , ἰλαδόν indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίλη — η (Α ἴλη και δωρ. τ. ἴλα και ιων. εἴλη) νεοελλ. 1. μονάδα ιππικού τού παλαιού στρατού που αντιστοιχούσε στον λόχο τού πεζικού 2. λόχος τεθωρακισμένων αρχ. 1. πλήθος, ομάδα ανθρώπων 2. πλήθος ζώων 3. στράτευμα, τμήμα στρατού 4. μονάδα ιππικού από… … Dictionary of Greek
ειλαδόν — εἰλαδόν και εἰλαδών και ἰλαδόν (Α) επίρρ. αθρόα … Dictionary of Greek
επιλαδόν — ἐπιλαδόν (Α) [ιλαδόν] επίρρ. κατά ίλες, καθ’ ομάδας … Dictionary of Greek
ιληδόν — ἰληδόν (Α) επίρρ. βλ. ιλαδόν … Dictionary of Greek
πανιλαδόν — Μ επίρρ. κατά στίφη ολόκληρα, με όλους τους λόχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἰλαδόν] … Dictionary of Greek
στιχάομαι — Α [στίχος] (επικ. τ.) προχωρώ κατά στίχους, βαδίζω στη σειρά μαζί με άλλους (α. «οὔθ ἅλιοι δελφῑνες ἐπὶ χθονός οὔτε τι ταῡροι ἐν πόντῳ στιχόωσι», Άρατ. β. «ἐστιχόωντο ἰλαδὸν εἰς ἀγορήν», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek