- ἐπ-ώλεθρος
ἐπ-ώλεθρος, zum Verderben gereichend, Hdn. epim. 203.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ώλεθρος, zum Verderben gereichend, Hdn. epim. 203.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακώλεθρος — κακώλεθρος, ον (Α) πολύ καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ώλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. αξι ώλεθρος, παν ώλεθρος] … Dictionary of Greek
κριθώλεθρος — κριθώλεθρος, ον (Α) (για ίππο) αυτός που, παρά το ότι τρώγει πολύ κριθάρι, δεν παχαίνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + όλεθρος (< ὄλλυμι). Το ω οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. βι ώλεθρος, κανθαρ ώλεθρος)] … Dictionary of Greek
λεώλεθρος — λεώλεθρος, ὁ (Α) λεωκόνητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος (βλ. λεωκόνητος) + ωλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. αξι ώλεθρος] … Dictionary of Greek
πανώλεθρος — ον, ΜΑ πάρα πολύ ολέθριος, καταστρεπτικότατος («πανώλεθρον θάνατον», Θεοφύλ. Σ.) αρχ. 1. αυτός που έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά («πίτυς... πανώλεθρος ἐξαπόλλυται», Ηρόδ.) 2. τελείως διεφθαρμένος ηθικά («τοῑς πανωλέθροις... Ἀτρείδαις», Σοφ.).… … Dictionary of Greek
ρινώλεθρος — ον, Α (για δυσοσμία) ολέθριος για τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ρινός + ώλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. παν ώλεθρος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek