- ἐπ-ώμοσις
ἐπ-ώμοσις, ἡ, das Zuschwören, Eust. Il. 809, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ώμοσις, ἡ, das Zuschwören, Eust. Il. 809, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επώμοσις — ἐπώμοσις, ἡ (Μ) όρκος στο όνομα κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ώμοσις (< όμννμι). Το ω λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek