ἐπ-ώνυμος

ἐπ-ώνυμος

ἐπ-ώνυμος, 1) seinen Namen woher habend, wonach benannt, ὄνομα ἐπώνυμον, gew. ein Name, den die Eltern bei einer besonderen Veranlassung mit besonderer Bedeutung dem Kinde beilegen, ein bedeutungsvoller Name, vgl. Od. 19, 406 πολλοῖσιν ὀδυσσάμενος τόδ' ἱκάνω –. τῷ δ' Ὀδυσεὺς ὄνομ' ἔστω ἐπ.; Il. 9, 562 Od. 7, 54; Πύϑιον καλέουσιν ἐπώνυμον οὕνεκα κεῖϑι αὐτοῦ πῠσε πέλωρ μένος ὀξέος ἠελίοιο H. h. Apoll. 373; Hes. Th. 144. 282; ὦ Πολύνεικες, ἔφυς ἄρ' ἐπώνυμος, du warst also mit Recht so benannt, Eur. Phoen. 1495; Βόσπορος ἐπώνυμος κεκλήσεται, er wird nach dir Bosp. genannt werden, Aesch. Prom. 733; τινός, wonach benannt, ὄρνιχος Pind. I. 5, 51; ἐμοῦ δ' ἄνακτος εὐλόγως ἐπώνυμον γένος Πελασγῶν Aesch. Suppl. 252; Prom. 847; Soph. O. R. 210; Eur. Ion 1594; in Prosa, ἐπώνυμοι τοῦ καταστρεψαμένου καλέονται Her. 7, 11; Plat. Lgg. VIII, 828 c u. Folgde; τὸ καλὸν πᾶν ἐπώνυμόν ἐστι τοῦ κόσμου Arist. de mund. 6; ἐπὶ τούτου τοῦ οὔρεος οἱ ἄνϑρωποι ἐπώνυμοι ἐγένοντο Her. 4, 184; Luc. Navig. 38; ἀπό τινος, D. Hal. 1, 71. – Sp. auch c. dat., D. Sic. 5, 4; D. Hal. 1, 9 u. A. – 21 seinen Namen einem Andern gebend; bes. in Athen die Heroen, nach denen die zehn von Klisthenes eingerichteten Phylen benannt sind, οἱ τῆς πόλεως ἐπώνυμοι Dem. 24, 8; πρόσϑεν τῶν ἐπωνύμων ἐκϑεῖναι νόμον ib. 18, Lept. 94, denn auf dem Platze der Versammlungen der Fünfhundert standen die Bilder dieser Heroen. – Später heißt der erste Archon, nach dem das Jahr benannt wird, ἐπώνυμος, wie in Rom die Konsuln ἀρχαὶ ἐπ., Hdn. 1, 16, 17. – In Sparta ἔφορος ἐπώνυμος, Paus. 3, 11, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -ώνυμος — η, ο / ώνυμος, ον, ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής (πρβλ. μεγαλ ώνυμος, μονώνυμος, πολύ ώνυμος) από το ὄνυμα, αιολ. τ. τού όνομα. Πολλοί τ. τού ουδ. έχουν ουσιαστικοποιηθεῑ (πρβλ. επ ώνυμο, παρώνυμο, ιδι ώνυμο, συν ώνυμο… …   Dictionary of Greek

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

  • ευγενώνυμος — εὐγενώνυμος, ον (Μ) αυτός που έχει ευγενές όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευγενής + ώνυμος (< όνομα) λόγω τής συνθέσεως, πρβλ. αν ώνυμος, ομ ώνυμος] …   Dictionary of Greek

  • θεώνυμος — θεώνυμος, ον (ΑΜ) αυτός ο οποίος φέρει το όνομα τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + ωνυμος (< όνυμα, αιολ. τ. τού όνομα), πρβλ. αν ώνυμος, επ ώνυμος. Το ω λόγω τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • θηριώνυμος — θηριώνυμος, ον (Μ) αυτός που έχει πάρει το όνομα του από την ονομασία θηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + ώνυμος (< όνυμα, δωρ. τ. τού όνομα), πρβλ. αν ώνυμος, περι ώνυμος. Το ω λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • ιδιώνυμος — η, ο (Α ἰδιώνυμος, ον) αυτός που ονομάζεται ή χαρακτηρίζεται με ιδιαίτερο όνομα νεοελλ. φρ. (νομ.) «ιδιώνυμο αδίκημα» ή απλώς «ιδιώνυμο» αδίκημα που χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως, διαφορετικά από τα αδικήματα τής γενικότερης κατηγορίας στην οποία από …   Dictionary of Greek

  • ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… …   Dictionary of Greek

  • ισώνυμος — ἰσώνυμος, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, φερώνυμος, ομώνυμος («καλεῑν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος», Πίνδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * ώνυμος (< ὄνυμα αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος, ομ ώνυμος] …   Dictionary of Greek

  • κακώνυμος — η, ο (Α κακώνυμος, ον) αυτός που έχει κακό όνομα, κακή φήμη, δυσώνυμος, δυσφημισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος, ψευδ ώνυμος] …   Dictionary of Greek

  • καλώνυμος — καλώνυμος, ον (AM) αυτός που έχει καλό όνομα, καλή φήμη, υπόληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ιδι ώνυμος, ψευδ ώνυμος] …   Dictionary of Greek

  • κοπρώνυμος — Προσωνυμία του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου Ε’ (718 775). Βλ. λ. Κωνσταντίνος, όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. * * * ο (Μ κοπρώνυμος) επίθετο που δόθηκε υβριστικά από τους εικονολάτρες στον εικονοκλάστη Βυζαντινό αυτοκράτορα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”