- ἐπ-ήλυτος
ἐπ-ήλυτος, angekommen; Xen. Oec. 11, 4; D. Hal. 3, 72 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ήλυτος, angekommen; Xen. Oec. 11, 4; D. Hal. 3, 72 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσήλυτος — η, ο / προσήλυτος, ον, ΝΜΑ το αρσ. ως ουσ. ο προσήλυτος αυτός που έχει αλλάξει θρήσκευμα, που έχει προσχωρήσει σε άλλη θρησκεία («οἱ ἐπιδημοῡντες Ῥωμαῑοι, Ἰουδαῑοι τε καὶ προσήλυτοι», ΚΔ) νεοελλ. ειρων. αυτός που έχει αλλάξει φρονήματα, πολιτικά… … Dictionary of Greek
ελεύθω — ἐλεύθω (Α) έρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τού ενεστ. ελεύθω χρησιμοποιείται κυρίως ο μέλλ. ελεύσομαι (εκτός τής αττικής διαλέκτου, στην οποία απαντά το τ. είμι*), ο αόρ. ήλθον και επικ. ήλυθον και ο παρακμ. ελήλυθα ιων. αττ. και επικ. ειλήλουθα. Ως ενεστώτας… … Dictionary of Greek
el-6, elǝ- : lā-; el-eu-(dh-) — el 6, elǝ : lā ; el eu (dh ) English meaning: to drive; to move, go Deutsche Übersetzung: “treiben, in Bewegung setzen; sich bewegen, gehen” Material: Arm. eɫanim “I become”, Aor. 1. sg. eɫē (*eɫei), 2. sg. eɫer, 3. sg. eɫeu ,… … Proto-Indo-European etymological dictionary