ἐπ-ήορος

ἐπ-ήορος

ἐπ-ήορος, daran, darüber hangend, schwebend; ἐπήορα δούραϑ' ὕπερϑεν Ap. Rh. 2, 1065; ἄνϑος καυλοῖσιν διδύμοισιν ἐπήορον 3, 856; 4, 142.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνήωρ — ήορος και, κατά το λεξ. Σούδα, συνάωρ, άορος, ἡ, Α η σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αωρ, αορος (< ἀείρω [II] «συνδέω, συνάπτω», βλ. και λ. συν ήορος). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • κατήορος — κατήορος, δωρ. τ. κατάορος, ον (Α) αυτός που κρέμεται προς τα κάτω («τέκνων δὲ πλῆθος... κατάορα στένει» κλαίνε κρεμασμένα από τον τράχηλο τής μητέρας, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + άορ ος (ετεροιωμένη βαθμίδα αορ τού θ. αερ τού ρ. ἀείρω… …   Dictionary of Greek

  • μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε …   Dictionary of Greek

  • παρήορος — και δωρ. και αττ. τ. παράορος, δωρ. τ. και πάρηρος και πάραρος και παρῶρος, ον, Α 1. ο συνημμένος ή συνηρτημένος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρήορος το άλογο που δενόταν στο άρμα δίπλα στα ζευγμένα άλογα 2. αυτός που εκτείνεται κατά μήκος, ο ξαπλωμένος …   Dictionary of Greek

  • επήορος — ἐπήορος, ον (Α) 1. μετέωρος 2. αυτός που υψώνεται πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήορος (ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. αερ (πρβλ. αήρ) τού ρ. αείρω «σηκώνω»)] …   Dictionary of Greek

  • πεδάορος — και πεδήορος, ον, Α (αιολ. και δωρ. τ.) αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, ο μετέωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδά* + ηορος / ᾱορος (< ἀείρω [Ι] «σηκώνω»), βλ. λ. μετέωρος] …   Dictionary of Greek

  • συνήορος — και δωρ. τ. συνάορος, ον, Α 1. ο στενά συνδεδεμένος με κάποιον 2. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) ο ή η σύζυγος β) ο αδελφός ή η αδελφή 3. μτφ. αυτός που συνοδεύει κάποιον, ο σύντροφος («φόρμιγξ δαιτὶ συνήορός ἐστι θαλείῃ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν… …   Dictionary of Greek

  • ИЕРОНИМ СИМОНОПЕТРСКИЙ — [῾Ιερώνυμος ὁ Σιμωνοπετρίτης] (1871 7.01.1957, Афины), игум. мон ря Симонопетра, старец. Происходил из дер. Реиздере в М. Азии. В миру носил имя Иоанн. С детства отличался благочестием и таким послушанием, «что уже тогда мог бы послужить примером …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”