- ἐπήτεια
ἐπήτεια, ἡ, = ἐπητύς, An. Rh. 3, 1007, im plur., Schol. ἐπιστῆμαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπήτεια, ἡ, = ἐπητύς, An. Rh. 3, 1007, im plur., Schol. ἐπιστῆμαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπητεία — ἐπητείᾱ , ἐπήτεια fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπητείᾳ — ἐπητείᾱͅ , ἐπήτεια fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επήτεια — ἐπήτεια, η (Α) βλ. επητύς … Dictionary of Greek
ἐπήτεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπητείῃσι — ἐπήτεια fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπητείῃσιν — ἐπήτεια fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επητύς — ἐπητύς και έπήτεια, η (Α) [επητής] φιλοφροσύνη, ευμένεια … Dictionary of Greek