ἐπήρεια

ἐπήρεια

ἐπήρεια (ἀρειά?), , Drohung, übermüthige, schmähliche Behandlung, wenn man aus Mißgunst dem Andern Schaden zufügt, vgl. ἐπηρεασμός, Dem. neben ὕβρις, λοιδορία, προπηλακισμός, 18, 12; οὐδ' ἐν ἐπηρείας τάξει καὶ φϑόνου ποιεῖν ib. 13; ἡ περὶ τὸν χορὸν ἐπ. 21, 25; Is. 4, 5; bes. bei. Sp., N. T. u. Ios.; εἴς τινα, D. Sic. 19, 8; – κατ' ἐπήρειαν, z. B. κελεύειν, in böswilliger Absicht, zu schaden, Thuc. 1, 26; τουτὶ τὸ κακὸν τῶν σκυτοτόμων κατ' ἐπήρειαν γεγένηται, zum Schaden der Schuster, Amips. D. L. 2, 28; bei Arist. Pol. 3, 16 πρὸς ἐπήρειαν, im Ggstz von πρὸς χάριν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπηρεία — ἐπηρείᾱ , ἐπήρεια insulting treatment fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρείᾳ — ἐπηρείᾱͅ , ἐπήρεια insulting treatment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήρεια — insulting treatment fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επήρεια — η (AM ἐπήρεια) μσν. νεοελλ. η επίδραση, η επιρροή την οποία ασκεί ή δέχεται κάποιος ή κάτι («η επήρεια τού φαρμάκου») αρχ. μσν. 1. κακή, βλαβερή επίδραση 2. επίθεση, κακομεταχείριση 3. (σε επιχειρηματολογία) δολιότητα, πανουργία 4. φιλότιμο,… …   Dictionary of Greek

  • επήρεια — η 1. (για άψυχα), επίδραση, επενέργεια (ιδίως κακή ή βλαβερή): Η επήρεια της υγρασίας σκεβρώνει τα ξύλα. 2. (για πρόσωπα), η επίδραση (επιρροή) που ασκεί κάποιος σε άλλους ή δέχεται από άλλους, επίδραση ηθική, επηρεασμός: Ασκεί μεγάλη επήρεια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπηρείας — ἐπηρείᾱς , ἐπήρεια insulting treatment fem acc pl ἐπηρείᾱς , ἐπήρεια insulting treatment fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρείαν — ἐπηρείᾱν , ἐπί ἀρειάω irasya´ imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐπηρείᾱν , ἐπί ἀρειάω irasya´ imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρειῶν — ἐπήρεια insulting treatment fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρείαις — ἐπήρεια insulting treatment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρείης — ἐπήρεια insulting treatment fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήρειαι — ἐπήρεια insulting treatment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”