ἐπ-ήριστος

ἐπ-ήριστος

ἐπ-ήριστος u. ἐπήριτος, bestritten, streitig, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νήριστος — νήριστος, ον (Α) αδιαφιλονίκητος, αναντίρρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ήριστος (< ἐρίζω), πρβλ. αμφ ήριστος, επ ήριστος] …   Dictionary of Greek

  • αμφήριστος — ἀμφήριστος, ον (Α) (για πόλεις, νίκες κ.λπ.) αυτός που διεκδικείται και από τις δύο πλευρές, αμφισβητούμενος, αμφίβολος, αβέβαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ήριστος < ἐρίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”