- ἐπί-λῡπος
ἐπί-λῡπος, betrübt, traurig, Plut. u. a. Sp.; – auch act. Betrübniß, Trauer hervorbringend, Arist. Eth. Nic. 11, 4. – Adv., D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-λῡπος, betrübt, traurig, Plut. u. a. Sp.; – auch act. Betrübniß, Trauer hervorbringend, Arist. Eth. Nic. 11, 4. – Adv., D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επίλυπος — ἐπίλυπος, ον (Α) 1. μελαγχολικός 2. αυτός που προκαλεί λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * λυπος (< λύπη), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ά λυπος, παυσί λυπος)] … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek