ἐπί-λοιπος

ἐπί-λοιπος

ἐπί-λοιπος, übrig gelassen, noch übrig, Pind. Ol. 1, 33; τἀπίλοιπα τῶν λόγων Soph. Phil. 24; τἀπίλοιπ' ἄκουσον Eur. Tr. 923, öfter; χρόνος, die noch übrige, folgende Zeit, Her. 3, 67, wie Plat. Legg. I, 628 a; τοῦ ἐπιλοίπου βίου Lys. 2, 71, wie Plat. Rep. VII, 540 b u. Folgde überall. Ueber das fem. ἐπιλοίπη s. Lobeck paralip. 472.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”