- ἐπί-λυχνος
ἐπί-λυχνος, Arist. bei Ath. VI, 173 f, von zw. Bdtg, vielleicht = λύχνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-λυχνος, Arist. bei Ath. VI, 173 f, von zw. Bdtg, vielleicht = λύχνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιλύχνιος — α, ο (Μ ἐπιλύχνιος, ον) 1. αυτός που τελείται ή ψάλλεται την ώρα που ανάβουν τα λυχνάρια, κατά τον εσπερινό («τῆς ἐπιλυχνίου εὐχαριστίας», «ἐπιλυχνίους ὕμνους») 2. φρ. «ἐπιλύχνιος εὐχαριστία» ο ύμνος «Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης...». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί … Dictionary of Greek
Μπούνσεν, Ρόμπερτ Βίλχελμ φον- — (Robert Wilhelm von Bunsen, Γκέτινγκεν 1811 Χαϊδελβέργη 1899). Γερμανός χημικός. Ονομάστηκε υφηγητής στο Γκέτινγκεν (1833) και δίδαξε στα πανεπιστήμια του Κάσελ Μάρμπουργκ, Μπρεσλάου και τελικά εγκαταστάθηκε στη Χαϊδελβέργη. Ήταν ικανότατος… … Dictionary of Greek
ВИЗАНТИЙ — [Визант; греч. Βυζάντιος, Βύζας], визант. гимнограф. Этим именем надписаны в Минеях ряд самогласных стихир. Как творения В. (Βυζαντίου) в греч. печатных Минеях обозначены самогласны след. служб: индикта (1 сент., на «Господи, воззвах», на «И… … Православная энциклопедия