- ἐπί-θρεπτος
ἐπί-θρεπτος, wohlgenährt, σάρξ, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-θρεπτος, wohlgenährt, σάρξ, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επίθρεπτος — ἐπίθρεπτος, ον (Α) καλοθρεμμένος, ευτραφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρεπτός (ρηματικό επίθ. τού τρέφω)] … Dictionary of Greek