περί-κομος

περί-κομος

περί-κομος, rings herum behaart, belaubt, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατάκομος — κατάκομος, ον (AM) 1. αυτός που έχει μακριά και πυκνά μαλλιά («ὑπὸ κόρυθ ἁπαλότριχα κατάκομον θάλλει», Ευρ.) 2. (για δέντρα) πυκνόφυλλος, δασύφυλλος («κατάκομοι ὗλαι καὶ κατάσκιοι», Συνέσ.) μσν. πλούσιος, άφθονος («ἀνὴρ συνέσει πολλῇ τὸν λογισμὸν …   Dictionary of Greek

  • περίκομος — ον, Α 1. αυτός που έχει μαλλιά σε όλες τις πλευρές, παντού 2. (για φυτά) καλυμμένος από παντού με φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κομος (< κόμη), πρβλ. καλλί κομος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”