- ἐπί-οπτος
ἐπί-οπτος, poet. = ἔποπτος; Arat. 25; Opp. H. 1, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-οπτος, poet. = ἔποπτος; Arat. 25; Opp. H. 1, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έποπτος — ἔποπτος, ον (Α) ορατός, καταφανής («τῆς Ἀππίας ὁδοῡ, ἀφ’ ἧς ἔποπτος ἥ τε θάλαττά ἐστι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπτός (< όπωπα «βλέπω»)] … Dictionary of Greek
εποπτώ — ἐποπτῶ, άω (Α) 1. ψήνω («ἄρτους ἐποπτᾷ», Πλούτ.) 2. ψήνω την επιφάνεια, από πάνω 3. παθ. ἐποπτῶμαι, άομαι καίγομαι, πυρπολούμαι 4. (σε λογοπαίγνιο) επιτηρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπώ «ψήνω» (< οπτός «ψητός»)] … Dictionary of Greek
οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… … Dictionary of Greek