ἐπί-βολος

ἐπί-βολος

ἐπί-βολος, oft als v. l. von ἐπήβολος, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευεπίβολος — εὐεπίβολος και εὐεπήβολος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που χτυπάει με ευστοχία, ο εύστοχος 2. ο ευφυής, ο έξυπνος 3. το ουδ. ως ουσ. τo εὐεπίβολον η ευχερής πραγματοποίηση. επίρρ... εὐεπιβόλως 1. εύστοχα, με επιτυχία 2. φρ. «εὐεπιβόλως ἔχω πρός τι»… …   Dictionary of Greek

  • επήβολος — ἐπήβολος, ον (AM) 1. γνώστης, ενήμερος 2. κάτοχος ενός πράγματος (α. «φρενῶν ἐπηβόλους», Αισχύλ. β. «οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολο γίγνομαι οὐδ ἐρετάων», Ομ. Οδ.) 3. αρμόδιος, κατάλληλος αρχ. 1. ικανός, επιδέξιος 2. προσιτός, εκείνος τον οποίο μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • Κουβέλης, Φώτης — (Βόλος 1948 –). Δικηγόρος και πολιτικός. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Προδιδακτορικά ήταν ενταγμένος στη Νεολαία Λαμπράκη και από το 1975 συμμετείχε στην κεντρική επιτροπή του ΚΚΕ εσωτερικού. Την περίοδο 1987… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • πετροβόλος — ο / πετροβόλος, ον, ΝΜΑ αυτός που εξακοντίζει πέτρες («πελτοφόροι τε καὶ ψιλοὶ ἀκοντισταί, ἐπὶ δὲ τούτοις οἱ πετροβόλοι», Ξεν.) αρχ. 1. (το αρσ. εν. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ πετροβόλος, τὰ πετροβόλα μηχανή για την εκσφενδόνιση πετρών (α.… …   Dictionary of Greek

  • βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… …   Dictionary of Greek

  • κοντομονόβολον — και κονδομονόβολον, τὸ (Μ) αγώνισμα παραπλήσιο με το σημερινό άλμα επί κοντώ, που γινόταν στα αμφιθέατρα και στους ιπποδρόμους τών Βυζαντινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός + μονό βολον (< μονός + βολον < βόλος < βάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

  • ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”