- ἐπί-μοιρος
ἐπί-μοιρος, theilhaftig, fähig, τινός, Stob. flor. 103, 27 aus Eurypham.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-μοιρος, theilhaftig, fähig, τινός, Stob. flor. 103, 27 aus Eurypham.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επίμοιρος — ἐπίμοιρος, ον (Α) κοινωνός, μέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *μοιρος (< μοίρα < μείρομαι «διαιρώ, συμμετέχω»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. δί μοιρος, μεμψί μοιρος)] … Dictionary of Greek
επιδίμοιρος — ἐπιδίμοιρος, ον (Α) ο επιδιμερής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δί μοιρος «αυτός που περιέχει τα 2 / 3 μιας μονάδας»] … Dictionary of Greek
υπερμοιρία — η, Ν (νομ.) το επί πλέον τής κανονικής μοίρας συγκληρονόμου πάνω στο υπόλοιπο τής κληρονομίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + μοιρία (< μοιρος < μοίρα «μερίδιο, κομμάτι»), πρβλ. ισομοιρία] … Dictionary of Greek