- ἐπί-νητρον
ἐπί-νητρον, τό, der Spinnrocken, Poll. 7, 32, ἐφ' οὗ νήϑουσιν; Hesych. ἐφ' ᾡ τὴν κρόκην τρίβουσιν; vgl. E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-νητρον, τό, der Spinnrocken, Poll. 7, 32, ἐφ' οὗ νήϑουσιν; Hesych. ἐφ' ᾡ τὴν κρόκην τρίβουσιν; vgl. E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επίνητρον — ἐπίνητρον, τὸ (Α) ημικυλινδρικό όργανο που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για να ξάνουν το μαλλί πάνω στην κυρτή, ανώμαλη επιφάνειά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νήτρον «ρόκα» (< νέω (I) «γνέθω»)] … Dictionary of Greek