- περί-κλινον
περί-κλινον, τό, Sitzlager rund um den Tisch, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-κλινον, τό, Sitzlager rund um den Tisch, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφαλόκλινο — το το μέρος τού κρεβατιού στο οποίο αναπαύεται το κεφάλι, το κεφαλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κλινον (< κλίνη «κρεβάτι»), πρβλ. περί κλινον, τρί κλινον] … Dictionary of Greek
περίκλινον — τὸ, Α 1. κλίνη ή ανάκλιντρο γύρω από τραπέζι 2. κάλυμμα που περιβάλλει το ανάκλιντρο από όλες τις πλευρές, ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλίνον (< κλίνη), πρβλ. μονό κλινον] … Dictionary of Greek