ἐπί-δοξος

ἐπί-δοξος

ἐπί-δοξος, 1) von dem man Etwas meint, erwartet, im guten u. schlimmen Sinne, ἐπίδοξοι τωὐτὸ τοῦτο πείσεσϑαι Her. 6, 12, man befürchtet, daß ihnen dasselbe widerfahren werde, wie ἐπίδ. ὢν ἔτι μείζονα πάσχειν Antiph. 2 α 5; ἡ δυςπραγία ἐπίδ. μεταβάλλειν δ 9; oft bei Isocr., οἱ ἐπίδ. γενήσεσϑαι πονηροί 20, 12; auch c. inf. aor., τίνες τῶν νέων ἐπίδ. γενέσϑαι ἐπιεικεῖς, von welchen Jünglingen läßt sich erwarten, daß sie, Plat. Theaet. 143 d, wie Isocr. 6, 8; vgl. Lob. zu Phryn. p. 132 ff.; c. partic., Αἰτωλοὶ ἦσαν ἐπίδ. ἐμβαλοῦντες εἰς Πελοπόννησον Plut. Agis 13; ohne Zusatz, ἐκείνῳ μὲν οὐδὲν ἀντεῖπε καίπερ ἐπίδοξος ὢν ὑπ' ὀργῆς, sc. ἀντειπεῖν, Arat. 50; vgl. App. B. Civ. 1, 32. Auch von Sachen, τάδε ἐξ αὐτέων ἐπίδοξα γενέσϑαι, es stand zu erwarten, daß dies geschehe, Her. 1, 89, vgl. 4, 11; Lycurg. 3, 4. – 2) in Ansehen stehend, berühmt, κῦδος Pind. N. 9, 46, häufiger bei Sp.; vgl. Lob. a. a. O. – Adv. ruhmvoll, Artemid. 2, 30.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπόδοξος — ον, Α υποταγμένος, αυτός που εξαρτάται εντελώς από μια γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δοξος (< δόξα), πρβλ. ἔν δοξος, ἐπί δοξος] …   Dictionary of Greek

  • παράδοξος — η, ο / παράδοξος, ον, ΝΑ αυτός που γίνεται παρά προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος (α. «οι ιστορίες του είναι πάντα παράλογες και παράδοξες» β. «πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός παθολογικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”