ἐπί-ξανθος

ἐπί-ξανθος

ἐπί-ξανθος, gelblich, bräunlich, z. B. die Farbe der Hafen, Xen. Cyn. 5, 22; der Hirsche, Poll. 5, 76; von Pflanzen, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Υψηλάντης — I Επώνυμο παλιάς και αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας, γνωστής κυρίως για τη δράση της στη Μολδοβλαχία και τον ηγετικό της ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Η προέλευση της ήταν από την Τραπεζούντα και οι παραδόσεις μιλούν για μερικά μέλη της που …   Dictionary of Greek

  • List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …   Wikipedia

  • REGULUS — I. REGULUS seu Basiliscus Hebr. Gap desc: Hebrew tsepha vel Gap desc: Hebrew, tsiphoni, Isidoro Sibilus, quod sibilô occidat, antequam vel mordeat, vel exurai; Avicennae, in c. de Speciebus serpentum, est de prima specie serpentum, quorum veneni… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επίξανθο — το (Α ἐπίξανθος, ον) (για ζώα, φυτά κ.λπ.) αυτός που κλίνει προς το ξανθό χρώμα, κιτρινωπός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επίξανθο δέρμα εμποτισμένο με λιπαρές ουσίες με το οποίο κατασκευάζονται διάφορα είδη εξαρτύσεως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί, με… …   Dictionary of Greek

  • ζεσελαιοξανθεπιπαγκαπύρωτος — ζεσελαιοξανθεπιπαγκαπύρωτος, ον (Α) (κωμικό επίθ. για πλακούντα, πίτα) αυτός που έχει ψηθεί στο λάδι, ωσότου αποκτήσει ξανθό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζεσ τού ζέω (πρβλ. ζεσ τός) + έλαιον + ξανθός + επί + παν + καπυρούμαι «ξηραίνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • κράγος — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, στη Λυκία. Πολλοί ερευνητές την ταυτίζουν με τη μεταγενέστερη Σίδυμα, ενώ άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για τη γνωστή Αντιόχεια επί Κράγω. Τέλος, νεότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι η πόλη σχετίζεται με τα αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • κραγός — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, στη Λυκία. Πολλοί ερευνητές την ταυτίζουν με τη μεταγενέστερη Σίδυμα, ενώ άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για τη γνωστή Αντιόχεια επί Κράγω. Τέλος, νεότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι η πόλη σχετίζεται με τα αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”