- ἐπ-ίδμων
ἐπ-ίδμων, = ἐπιίδμων, Tzetz. PH. 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ίδμων, = ἐπιίδμων, Tzetz. PH. 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἴδμων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδμων — having knowledge of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίδμων — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μάντης και πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία για να ερμηνεύει τους οιωνούς στους συντρόφους του. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Άβα και της Αστερίας ή της Κυρήνης. Ο Ί. ταυτίζεται επίσης με τον Θέστορα, γιο… … Dictionary of Greek
ἴδμονα — ἴδμων having knowledge of neut nom/voc/acc pl ἴδμων having knowledge of masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Идмон — (Ίδμων). Предсказатель, сын Аполлона и Астерии, или Кирены, совершивший путешествие вместе с Аргонавтами, несмотря на то, что ему была предсказана смерть на этом пути. Он умер в земле Мариандинов: по одним от болезни, по другим ужаленный змеею,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ἴδμονας — ἴδμων having knowledge of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδμονες — ἴδμων having knowledge of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδμονι — ἴδμων having knowledge of dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδμονος — ἴδμων having knowledge of gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδμοσιν — ἴδμων having knowledge of dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴδμωνα — Ἴδμων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)