- ἐπί-μικτος
ἐπί-μικτος, beigemischt, vermischt, Nic. Th. 528 u. a. Sp.; ἔστι τὰ χωρία ταῠτα Λυδοῖς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα, sind ihnen gemein, Strab. XIV p. 647.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-μικτος, beigemischt, vermischt, Nic. Th. 528 u. a. Sp.; ἔστι τὰ χωρία ταῠτα Λυδοῖς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα, sind ihnen gemein, Strab. XIV p. 647.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευεπίμικτος — εὐεπίμικτος, ον και εὐεπίμεικτος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να πλησιάσει εύκολα, ο ευπρόσιτος («χώραν πᾱσιν εὐεπίμικτον», Στράβ.) 2. (για ανθρώπους) ο καταδεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί μικτος (< επι μίγνυμι)] … Dictionary of Greek
θηριομιξία — θηριομιξία, ἡ (Α) συνουσία με θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μιξία (< μικτός), πρβλ. α μιξία, επι μιξία] … Dictionary of Greek