- ἐπί-μεστος
ἐπί-μεστος, angefüllt, voll, πλουτῶν, wird B. A. 40 πάνυ πλουτῶν erkl.; übh. reichlich, Callim. Cer. 134.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-μεστος, angefüllt, voll, πλουτῶν, wird B. A. 40 πάνυ πλουτῶν erkl.; übh. reichlich, Callim. Cer. 134.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάμεστος — η, ο (AM κατάμεστος, ον) αυτός που είναι πολύ γεμάτος με κάτι (α. «το θέατρο ήταν κατάμεστο» β. «κοτύλη κατάμεστος οἴνης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μεστος (< μεστός «πλήρης»), πρβλ. ανά μεστος, επί μεστος] … Dictionary of Greek