- περί-γλωσσος
περί-γλωσσος, sehr zungenfertig, Pind. P. 1, 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-γλωσσος, sehr zungenfertig, Pind. P. 1, 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίγλωσσος — ον, Α 1. ετοιμόλογος 2. εύγλωττος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γλωσσος (< γλῶσσα)] … Dictionary of Greek