ἐπί-κλυτος

ἐπί-κλυτος

ἐπί-κλυτος, berühmt, ὄλβῳ Ap. Rh. 2, 256.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επικλυτός — ἐπικλυτός, όν (Α) 1. φημισμένος, ένδοξος, ξακουστός 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπικλυτόν ἐπονείδιστον, ἐπίδοξον». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλυτός «φημισμένος»] …   Dictionary of Greek

  • δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… …   Dictionary of Greek

  • κλυτόβουλος — κλυτόβουλος, ον (Α) φημισμένος για τις συμβουλές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + βουλος (< βουλή), πρβλ. αρκεσί βουλος, επί βουλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”