- ἐπί-κορσος
ἐπί-κορσος, an der Seite des Kopfes, an der Schläfe.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-κορσος, an der Seite des Kopfes, an der Schläfe.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόρση — και κόρρη, ἡ (ΑM, Α δωρ. τ. κόρρα, αιολ. τ. κόρσα) το κεφάλι («κόρσαι ἀναύχενες», Εμπ.) αρχ. 1. το πλάγιο μέρος τής κεφαλής, ο κρόταφος («ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Ιλ.) 2. η γνάθος, το σαγόνι («τύπτειν... ἐπὶ κόρρης», Πλάτ.) 3. συν. στον πληθ. αἱ… … Dictionary of Greek