ἐπί-γειος

ἐπί-γειος

ἐπί-γειος, an, auf der Erde befindlich, ζῷα, den φυτὰ ἔγγεια entgeggstzt, Plat. Rep. VIII, 546 a; ἄνϑρωπος Ax. 368 b, βροτοί Ep. ad. 710 c (App. 369). Am Boden, niedrig, φυτόν Philo; κάλαμος, Ggstz des im Wasser wachsenden, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατώγειος — κατώγειος, ον (Α) κατάγειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + γειος (< γαῑα), πρβλ. επί γειος, υπό γειος] …   Dictionary of Greek

  • λευκόγειος — α, ο (AM λευκόγειος, ον, Α και λευκόγεως, ων και λευκόγαιος, ον) αυτός που έχει λευκή γη, άσπρο χώμα, ή αυτός που προέρχεται από λευκή γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γειος (< γαία), πρβλ. επί γειος, υπό γειος. Οι τ. λευκόγεως και λευκόγαιος… …   Dictionary of Greek

  • υπέργειος — α, ο / ὑπέργειος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τής γής, πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους («υπέργειος βλαστός») 2. αυτός που βρίσκεται πάνω από τη Γη (α. «τα γήινα και τα υπέργεια» β. «υπέργειος σελήνη») μσν. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • επίγειος — α, ο (AM ἐπίγειος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στη γη, γήινος (σε αντίθεση προς τον ουράνιο) («επίγειος παράδεισος», «οὐράνιον ἄνθρωπον καὶ ἐπίγειον ἄγγελον» [για αγίους]) 2. εγκόσμιος ή κοσμικός (σε αντίθεση προς τον πνευματικό) 3. (για βλαστούς… …   Dictionary of Greek

  • επιγειόκαυλος — ἐπιγειόκαυλος, ον (Α) (για φυτό) αυτός τού οποίου ο βλαστός γέρνει στη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. επί γειος + καυλός «κορμός»] …   Dictionary of Greek

  • χαυνόγειον — τὸ, Α μαλακό έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + γειον (< γῆ*), πρβλ. ἐπί γειος] …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”