ἐπί-γαυρος

ἐπί-γαυρος

ἐπί-γαυρος, = ἰσχυρός, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γαυριώ — γαυριῶ ( άω) (AM) [γαύρος] 1. υπερηφανεύομαι, καμαρώνω (α. «ὥσπερ ἵπποις γαυριῶσι καὶ φρυαττομένοις πρὸς τοὺς ἀγῶνας» άλογα που καμαρώνουν και φρουμάζουν για να πάρουν μέρος στους αγώνες, Πλούτ. β. «ἐγαυριῶντο ἐπὶ ξίφεσιν», ΠΔ 2. είμαι γεμάτος,… …   Dictionary of Greek

  • επιγαυριώ — ἐπιγαυριῶ, άω (Α) χαίρομαι υπερβολικά για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γαυριώ «υπερηφανεύομαι, καυχώμαι» (< γαύρος «υπερήφανος αυθάδης»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”