ἐπί-κτητος

ἐπί-κτητος

ἐπί-κτητος (s. ἐπικτάομαι), dazu erworben; φίλοι, Ggstz ἀρχαῖος, Xen. Ages. 1, 36; ἡ ἐπ. sc. οὐσία, Plat. Legg. XI, 924 a; ἡ ἐπ. ἀπ' Αἰγύπτου γυνή, die von Aegypten mitgebrachte, Her. 3, 3; γῆ, durch die Anschwemmungen des Nil gewonnen, 2, 5. 10. – Dah. angenommen, angeeignet, fremd, δόξα, im Ggstz der ἔμφυτος ἐπιϑυμία, Plat. Phaedr. 237 d, wie τῶν φύσει περὶ ψυχὴν ὄντων καὶ τῶν ἐπικτήτων Rep. X, 618 d; μαντική, der ἔμφυτος entgegengesetzt, D. Hal. 3, 70. Vgl. noch Jacobs zur Anth. Pal. p. 94, u. ἐπίϑετος, ἐπακτός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… …   Dictionary of Greek

  • εύκτητος — εὔκτητος, ον (Α) αυτός που αποκτάται ή αποκτήθηκε εύκολα και τίμια («πλοῡτος εὔκτητος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτητος (< κτώμαι), πρβλ. δορί κτητος, επί κτητος] …   Dictionary of Greek

  • θεόκτητος — θεόκτητος, ον (Μ) αυτός τον οποίο αποκτά κάποιος από θεό ή από θεϊκή εύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κτητος (< κτώμαι), πρβλ. επί κτητος, ιδιό κτητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”