ἐπί-κρᾱνον

ἐπί-κρᾱνον

ἐπί-κρᾱνον, τό, alles auf dem Kopfe Befindliche, Kopfputz; βαρύ μοι κεφαλῆς ἐπίκρανον ἔχειν Eur. Hipp. 201, Schol. κεφαλόδεσμος; Kopfbedeckung, καὶ σκέπασμα Strab. XI, 504; der Helm, Poll. 7, 70. – In der Baukunst, der Säulenkopf, Pind. frg. 58; Eur. I. T. 51.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κράνη — Αρχαία πόλη της Κεφαλονιάς, γνωστή και με την ονομασία Κράνιοι. Ήταν χτισμένη σε ύψωμα Δ του όρους Αίνου και ανήκε στην Κραναία ή Κρανίων γη. Όπως μαρτυρούν διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα, η πόλη ήταν κατοικημένη από τη νεολιθική εποχή και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”