- ἐπί-κρημνος
ἐπί-κρημνος, steil, abschüssig, Pherecyd. bei Schol. Od. 11, 23 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-κρημνος, steil, abschüssig, Pherecyd. bei Schol. Od. 11, 23 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek