- ἐπί-χλοος
ἐπί-χλοος, obenauf grün, Opp. H. 1, 131; Nic. Al. 474.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-χλοος, obenauf grün, Opp. H. 1, 131; Nic. Al. 474.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπόχλοος — ον, Α κιτρινωπός ή πρασινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χλοος (< χλόη), πρβλ. ἐπί χλοος] … Dictionary of Greek
εφαιρώ — ἐφαιρῶ, έω (Α) 1. εκτείνομαι, ξαπλώνω πάνω σε κάτι («ἐπὶ χλόος εἷλε παρειάς», Απόλλ. Ροδ.) 2. μέσ. ἐφαιροῡμαι, έομαι εκλέγω κάποιον για να διαδεχθεί κάποιον άλλο 3. παθ. εκλέγομαι ή διορίζομαι διάδοχος κάποιου άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αἱρῶ] … Dictionary of Greek