- ἐπί-χυτος
ἐπί-χυτος, daraufgegossen; ὁ ἐπίχυτος, sc. πλακοῠς, eine Kuchenart, wie ἔγχυτος, Nicophon. bei Ath. XIV, 645 c; VLL.; – eine aus Silber oder Blei gegossene Münze, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-χυτος, daraufgegossen; ὁ ἐπίχυτος, sc. πλακοῠς, eine Kuchenart, wie ἔγχυτος, Nicophon. bei Ath. XIV, 645 c; VLL.; – eine aus Silber oder Blei gegossene Münze, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιχυτάριον — ἐπιχυτάριον, τὸ (Μ) η πρόχους, κανάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί χυτος + κατάλ. άριον) … Dictionary of Greek
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek
κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… … Dictionary of Greek
υδράργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Hg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 80, ατομικό βάρος 200,61 και 7 σταθερά ραδιενεργά ισότοπα. Ο υ. βρίσκεται στη φύση είτε σε ελεύθερη κατάσταση·… … Dictionary of Greek