- ἐπί-φθεγμα
ἐπί-φθεγμα, τό, das dabei, dagegen Gesagte, Gesungene, Sp.; so heißt ἰώ ἐπίφϑ. παιανικόν, Ath. XV, 696 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-φθεγμα, τό, das dabei, dagegen Gesagte, Gesungene, Sp.; so heißt ἰώ ἐπίφϑ. παιανικόν, Ath. XV, 696 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… … Dictionary of Greek