- ἐπί-φαντος
ἐπί-φαντος, sichtbar, noch am Leben, Ggstz οὐκ ὀλομένα, Soph. Ant. 834, Schol. ὁρωμένη καὶ ζῶσα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-φαντος, sichtbar, noch am Leben, Ggstz οὐκ ὀλομένα, Soph. Ant. 834, Schol. ὁρωμένη καὶ ζῶσα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαντάζω — ΝΑ, και σφαντάζω και διαλ. τ. φαντάσσω Ν 1. προκαλώ θαυμασμό ή κατάπληξη, προξενώ ζωηρή ή καλή εντύπωση, έχω ωραία ή επιβλητική όψη, κάνω αίσθηση με τη θωριά μου (α. «κι εφάνταζε, καθώς φαντάζει ασύγκριτη και στον ξύπνο», Παλαμ. β. «φαντάζειν… … Dictionary of Greek