ἐπί-τηκτος

ἐπί-τηκτος

ἐπί-τηκτος, darauf geschmolzen, angelöthet, bes. von erhabenen Metallarbeiten, die auf größere metallene Gefäße aufgelöthet wurden, vgl. Böckh Staatshaush. II p. 301; κύλιξ Alexis bei Ath. XI, 471 e; erkünstelt, erheuchelt, verstellt, ἐπίτηκτα φιλοῦσα ἥλως, οὐ κρύπτει πλαστὸν ἔρωτα χρόνος Mel. 62 (V, 187); vgl. Cic. ad Att. 7, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επίτηκτος — ἐπίτηκτος, ον (Α) 1. ο περιχυμένος, καλυμμένος από λειωμένο μέταλλο 2. (ειδ.) επίχρυσος 3. ο καλυμμένος, στολισμένος με χρυσό ή με επίχρυσα κοσμήματα 4. μτφ. τεχνητός, προσποιητός, πλαστός, κίβδηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τηκτός (< τήκω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”