- ἐπί-σῑτος
ἐπί-σῑτος, = ἐπισίτιος, Crates bei Ath. VI, 247 a; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-σῑτος, = ἐπισίτιος, Crates bei Ath. VI, 247 a; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
PARASITI — apud Athenienses iidem, qui apud Romanos Epulones fuêre Nam τὸ τοῦ παρασίτου ὅνομα, Athenaeus l. 6. πάλας̔ ἦν σεμνὸν καὶ ἱερὸν, Nomen Parasiti olim venerabile erat et Sacrum, Habebant autem quilibet populi seu Δῆμοι Reip. Atheniensis suos… … Hofmann J. Lexicon universale
χρηματιστήριο — Το χ. είναι η επίσημη αγορά, όπου συναντώνται τα πρόσωπα που πωλούν και αγοράζουν ορισμένα αγαθά. Το χ. διαφέρει από τις άλλες αγορές ως προς το ότι τα αγαθά που ανταλλάσσονται σε αυτό δεν υπάρχουν αυτούσια. Για τον λόγο αυτό μπορούν να είναι… … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
PRYTANEUM — placet hîc adscribere Etymologici magni verba, quae sunt: Τόπος ἦν παῤ Α᾿θηναίοις, εν ῳ κοιναὶ σιτήσεις τοῖς δημοσίοις ἐυεργέταις ἐδίδοντο, ὅθεν καὶ Πρυτανεῖον ἐκαλεῖτο, ὁιονεὶ πυροταμεῖον. Πυρὸς γὰρ ὁ σῖτος: τουτέςτι τοῦ σίτου δημοσίου ταμεῖον.… … Hofmann J. Lexicon universale
πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… … Dictionary of Greek
σιτιομανία — η, Ν ιατρ. ψυχογενής βουλιμία, τοξικομανιακού χαρακτήρα, που εμφανίζεται επί νευρωτικής ή ψυχωτικής καταθλίψεως ως αντίδοτο τού άγχους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sitiomania < σιτίον, υποκορ. τού σῖτος + μανία] … Dictionary of Greek
χιλι(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό χίλιοι και δηλώνει ότι κάτι αποτελείται, περιλαμβάνει, περιέχει χίλιες φορές αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. χιλιο δύναμις, χιλιό πους) ή ότι κάτι… … Dictionary of Greek