ἐπί-σκηνος

ἐπί-σκηνος

ἐπί-σκηνος, an oder in dem Zelt, μηδ' ἐπισκήνους γόους δάκρυε Soph. Ai. 576, was Suid. u. der Schol. »theatralisch« erkl. (μεγάλους ἢ ἀπρεπεῖς οἵους ἐπὶ τῇ σκηνῇ), besser vor dem Zelt. d. i. öffentlich. – Bei D. Hal. 6, 53 ὄχλος ἐπίκλητος καὶ ἐπίσκηνος u. 9, 53 οἱ ἐπίσκηνοι, die Angekommenen, Fremdlinge; daher Plut. Sert. 24 von fremden, einquartierten Soldaten.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεόσκηνος — θεόσκηνος, ον (Μ) αυτός στον οποίο υπάρχουν ναοί τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σκηνος (< σκηνή), πρβλ. επί σκηνος, σύ σκηνος] …   Dictionary of Greek

  • σύσκηνος — ο, η, ΝΑ, και δωρ. τ. σύνσκανος Α αυτός που διαμένει στην ίδια σκηνή με άλλον ή με άλλους αρχ. 1. ομοτράπεζος, σύντροφος 2. συνάδελφος σε θέατρο, σε θίασο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σκηνος (< σκηνή), πρβλ. επί σκηνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”