- ἐπί-σταλμα
ἐπί-σταλμα, τό, das Aufgetragene, der Befehl, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-σταλμα, τό, das Aufgetragene, der Befehl, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επίσταλμα — ἐπίσταλμα, τὸ (AM) μσν. στον πληθ. τὰ ἐπιστάλματα αυτοκρατορικές επιστολές αρχ. 1. παραγγελία («καὶ ἀγοράζειν αὐτὸν μὲν μηδέν, ξένοις δέ ἐπιστάλματα εἰς Βυζάντιον ἁλμάδας», (Θεόφρ.) 2. αξίωμα, το οποίο παρέχει δικαιοδοσίες σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek