- ἐπί-σταλσις
ἐπί-σταλσις, ἡ, das Auftragen, = ἐπιστολή, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-σταλσις, ἡ, das Auftragen, = ἐπιστολή, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στάλσις — εως, ἡ, ΜΑ μσν. έλεγχος, εξέταση αρχ. ιατρ. αναστολή, επίσχεση («ἐπὶ τῶν ροωδῶν τὴν στάλσιν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμ. σταλ τού στέλλω* + κατάλ. σις] … Dictionary of Greek