- ἐπί-στρεπτος
ἐπί-στρεπτος, an sich ziehend, die Augen der Menschen auf sich richtend, schön u. glücklich, αἰών Aesch. Ch. 345; ὥρα Suppl. 975. – Bei Sp. leicht zu wenden, zu drehen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-στρεπτος, an sich ziehend, die Augen der Menschen auf sich richtend, schön u. glücklich, αἰών Aesch. Ch. 345; ὥρα Suppl. 975. – Bei Sp. leicht zu wenden, zu drehen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
στρεπτομυκίνη — Αντιβιοτικό που παράγεται από τον μεταβολισμό του μύκητα Streptomyces griseus, που απομονώθηκε το 1944. Χορηγούμενη δια της παρεντερικής οδού απορροφάται εύκολα, ενώ δεν απορροφάται όταν χορηγείται από το στόμα. Από τα γνωστότερα μικρόβια που… … Dictionary of Greek