- ἐπί-σπληνος
ἐπί-σπληνος, milzsüchtig, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-σπληνος, milzsüchtig, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπόσπληνος — ον, Α αυτός που πάσχει από νόσο τής σπλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σπληνος (< σπλήν, ηνός), πρβλ. ἐπί σπληνος] … Dictionary of Greek