- περί-κυρτος
περί-κυρτος, ringsherumgebogen, konvex, Sezt. Emp. adv. log. 1, 307 Ggstz von κοῖλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-κυρτος, ringsherumgebogen, konvex, Sezt. Emp. adv. log. 1, 307 Ggstz von κοῖλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek
κυρτόστυλος — η, ο αυτός που έχει κυρτούς στύλους («κυρτόστυλος ναός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + στύλος (πρβλ. ορθό στυλος, περί στυλος)] … Dictionary of Greek
περίκυφος — ον, Α 1. (κυρίως για ποτήρι) αυτός που είναι εντελώς κοίλος 2. φρ. «περίκυφον ἔκπωμα» διπλό κύπελλο, δηλαδή ποτήρι κατασκευασμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί κανείς να πιει και από τις δύο πλευρές του, με την λαβή στη μέση, αμφικύπελλον*.… … Dictionary of Greek
περίλοξος — ον, Μ λοξός, κυρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λοξός «στραβός»] … Dictionary of Greek
περιιδνούμαι — όομαι, Α κάμπτομαι, γίνομαι κυρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἰδνοῦμαι «κάμπτομαι, κυρτοῦμαι»] … Dictionary of Greek
περικυρτώ — όω, Α (συν. το παθ.) περικυρτοῡμαι, όομαι είμαι εντελώς κυρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κυρτῶ] … Dictionary of Greek
προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… … Dictionary of Greek